- κεντροειδής
- κεντροειδήςlike a centremasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεντροειδής — κεντροειδής, ές (Α) αυτός που έχει σχήμα κέντρου*, όμοιος με αιχμηρό όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + ειδής*] … Dictionary of Greek